- πρωρατευω
- πρῳρατεύωπρῳρᾱτεύωбыть помощником кормчего Arph., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωρατεύω — Α [πρῳράτης] 1. είμαι πρωράτης, εκτελώ υπηρεσία πρωράτη 2. είμαι αξιωματικός τού ναυτικού («πρῳρατεύειν τριηρέων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)